Το κείμενο είναι φανταστικό δεν απέχει όμως πολύ απ' την πραγματικότητα εξάλλου η φαντασία απλώς συνενώνει μνήμες άλλου χρόνου και τόπου.
Κυριακή απόγευμα στην κουζίνα.
(Η νύφη): «Το καφεδάκι σου μπαμπά»
«Σε ‘φχαριστώ κόρη μου»
(Η συμβία): «Σςςς, κάτι ακούω, το μωρό ξύπνησε»
Με δυο τρεις γρήγορες δρασκελιές (για να φτάσω πρώτος) βρέθηκα πάνω απ’ την κούνια του μωρού, δεύτερος εγγονός βλέπεις.
Δυο μεγάλα μάτια με αναγνωρίζουν και ένα μεγάλο χαμόγελο με υποδέχεται (αλήθεια γιατί όλα τα μωρά έχουν μεγάλα μάτια χωρίς αυτό να τα ασχημαίνει;).
Το αρπάζω απ’ τη μέση και ώωωπ, ώωωπ το πετάω ψηλά και ξεκαρδίζεται στα γέλια.
Αρχίζει ο πόλεμος.
(Η συμβία): «σιγά χριστιανέ μου, μωρό είναι όχι τσουβάλι»
Αυτή ήταν η πλωριά μπαταριά και αμέσως έρχεται και η πρυμνιά.
(Η νύφη): «μπαμπά πρόσεχε θα σου πέσει το μωρό»
Θα μου πέσει το μωρό, εμένα που άρπαζα το τσουβάλι το τσιμέντο και ανέβαινα τρέχοντας τις σκάλες στην οικοδομή.
Τέσσερα χέρια απλώνονται προς το μέρος μου και δυο αγριεμένα πρόσωπα με κοιτούν.
Όχι ότι φοβήθηκα ή παρατάω εύκολα τη μάχη αλλά ύποπτη μυρωδιά και υγρασία με αναγκάζουν να παραδώσω το μωρό αμαχητί.
Σαν άχρηστος και περιττός αποφασίζω να παρακολουθήσω απ’ την πολυθρόνα σαν θεατής την παράσταση.
Ομηρικός πόλεμος ανάμεσα στο μωρό απ’ τη μια μεριά και την γιαγιά με τη μάνα του απ’ την άλλη.
Πρώτη μάχη, το γδύσιμο. Εντολές, διαταγές, υποδείξεις, παρακλήσεις και άλλα πολλά ακούγονται. «Το κουμπί μητέρα!». «Το ξεκούμπωσα κόρη μου, βγάλε του το μανίκι». Ο μπόμπιρας αντιστέκεται και χαχανίζει. Τελικά χάνει την πρώτη μάχη και νάτον τσιτσίδι.
Σειρά τώρα έχει η ναυμαχία. Ετοιμάζεται το πεδίο της μάχης. «Να ρίξω λίγο κρύο ακόμα μην το τσουρουφλίσουμε το παιδί». «Το δοκίμασα μητέρα, εντάξει είναι». Μυρίζει ξανά μπαρούτι. Τέσσερα χέρια επιτίθενται και εντολές εκτοξεύονται. «Είπαμε πάνω τα χεράκια, μην κουνιέσαι, μην πλατσουρίζεις». Ο μικρός χάνει και την δεύτερη μάχη και νάτος πεντακάθαρος και μυρωδάτος μέσα στην πετσέτα.
Οι νικήτριες παίρνουν τα λάφυρα. Η μια δαγκώνει το μπράτσο και ή άλλη χώνει το μούτρο της στην κοιλιά του μωρού, και να τα γέλια και να τα χάχανα.
Μωρό μου η μία, πασά μου ή άλλη.
«Το παιδί έχει όνομα, διαμαρτύρομαι». Δέχομαι άλλη διπλή επίθεση.
(Η νύφη): «Μα μπαμπά δεν τον βαφτίσαμε ακόμα».
(Η συμβία): «Το όνομά σου το πήρε ο μεγάλος εγγονός τι άλλο θέλεις».
«Εγώ; για τον καημένο το συμπέθερο νοιάζομαι».
Ο ειρηνοποιός (ο γιος) ακούγεται απ’ το άλλο δωμάτιο.
«Μπαμπά έρχεσαι λίγο να με βοηθήσεις;»
Εγκαταλείπω το πεδίο της μάχης, ο γιος βλέπεις, φουσκώνω σαν διάνος αφού κάποιος χρειάζεται την βοήθειά μου και τρέχω, τώρα τι σόι βοήθεια θέλει κοτζάμ επιστήμονας από ‘μένα τον αγράμματο συνταξιούχο οικοδόμο ένας θεός ξέρει.
Σε λίγο το πώς βρέθηκα στα τέσσερα με τον μεγάλο εγγονό μου στην πλάτη να φωνάζει ντέεε παππού ντέεε, εγώ! το πρώτο σκεπάρνι της οικοδομής με δύο πήχες μουστάκι δεν ξέρω, εγγονός βλέπεις έχει και τ’ όνομά μου.
(οικογενειακή ιστορία)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ τα σχόλια να είναι σχετικά με την ανάρτηση, υβριστικά ή προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.