Κυριακή 18 Ιουνίου 2017

Οι ζωές των άλλων. ο Γροίκας (μυθοπλασία)...


         

      Ο Γροίκας.

Μερικοί άνθρωποι έζησαν καλή ζωή είτε γιατί έκαναν σωστές επιλογές είτε γιατί οι περιστάσεις τους ευνόησαν.



-------------------------================----------------------------

Βρίσκομαι για διακοπές, έχουμε νοικιάσει με την Αννούλα ένα σπίτι σε ένα παραθαλάσιο χωρίο . Απέναντι απ' το σπίτι  κάθε πρωί κάθεται μια γριούλα, μόνη της σε μια πολυθρόνα. Τα απογεύματα κάθονται μαζί της δυο τρεις γειτόνισες, πίνουν καφεδάκι και κάνουν παρέα στην γιαγιά. Την βλέπω καθημερινά και κάθε φορά όποτε περνάω της λέω μια καλημέρα.  Αναρωτιέμαι αν έχει συγγενείς αλλά δεν την έχω ρωτήσει. Σήμερα  το πρωί σταμάτησαν έξω απ' το σπίτι της γριούλας κάμποσα αυτοκίνητα. Κόσμος μπαινόβγαινε, άντρες, γυναίκες, παιδιά. Στην αυλή γύρω από ένα τραπέζι κάθονται μερικοί άντρες. Να έπαθε κάτι η γιαγιούλα; Ξεθαρρεύω και πλησιάζω.
 

"Καλημέρα σας"
 

"Καλημέρα"
 

"Τι έγινε; έπαθε κάτι η γιαγιά;"
 

Σηκώνεται ένας άντρας και μου λέει.
 

"Όχι, η γιαγιά Αρετή είναι καλά. Είμαστε οι γαμπροί της, τα κορίτσια της και τα εγγόνια της. Ελάτε να σας κεράσουμε ένα καφεδάκι."
 

Πλησιάζω και κάθομαι στο τραπέζι, σε λίγο έρχεται και ο καφές.
 

"Ήρθαμε για το μνημόσυνο του Γροίκα", μου λέει ένας απ' τους άντρες.
 

"Ποιος ήταν ο Γροίκας;" ρωτάω.
 

"Ο πεθερός μας, ο άντρας της γιαγιάς Αρετής."
 

"Τον λέγανε Γροίκα;" ρωτάω, "τι όνομα είναι αυτό;"
 

"Γροίκας ήταν το επώνυμό του, το όνομά του ήταν Θωμάς αλλά όλοι τον ήξεραν και τον φώναζαν Γροίκα."
 

Ήπια τον καφέ, τους χαιρέτησα και τράβηξα για το σπίτι. Σε λίγο ήρθε ο παπάς του χωριού και μαζί με όλο το συγγενολόι τράβηξαν για το νεκροταφείο. Την άλλη μέρα έφυγαν όλοι και η γριούλα ξαναβγήκε στην αυλή, καθόταν πάλι μόνη της στην πολυθρόνα της. Αποφάσισα να της πιάσω την κουβέντα κι έτσι πλησίασα.
 

"Καλημέρα γιαγιά."
 

"Καλώς τον."
 

Κάθισα σ' ένα πεζούλι δίπλα της και άρχισα τις ερωτήσεις.Η γιαγιά ήταν ευδιάθετη και πολύ ομιλητική, απαντούσε μέχρι που κατάλαβε τι ήθελα να μάθω και μου είπε.
 

"Στάσου να στα πω απ' την αρχή. να σου φέρω και μια καρέκλα, τι κάθεσαι στο πεζούλι; Να σου ψήσω ένα καφεδάκι;"
 

"Καλά, ψήσε μου."
 

Μου έφερε μια καρέκλα και κάθισα, μου έψησε και καφέ.
 

"Σαν ήμουνα παιδούλα, ο πατέρας μου με αγάπαγε πολύ, ήμουνα μοναχοκόρη. Η μάνα μου καμιά φορά με μάλωνε. Ο πατέρας μου ήτανε πολύ γλεντζές και η μάνα μου χορευταρού. Πηγαίνανε στα πανηγύρια και γλεντούσανε, εμένα με αφήνανε στην γιαγιά μου. Η μάνα μου δεν στεκότανε ούτε λεπτό, σηκωνότανε πριν το χάραμα, άναβε τον φούρνο και έψηνε ψωμί, μαγείρευε, έπλενε, σκούπιζε, καθάριζε, όλη 'μέρα. Όταν δεν είχε δουλειά κεντούσε ή έπλεκε. Ήταν πολύ προκομένη η μάνα μου."
 

"Ο πατέρας μου δούλευε στα χωράφια μας, είχε εργάτες, ήταν πολύ νοικοκύρης και αγαπητός στο χωριό. Ήταν όπως σου είπα μεγάλος γλεντζές, τα 'τσουζε και λιγάκι. Στο σπίτι σαν έπινε κανένα ποτηράκι παραπάνω, τραγουδούσε και γέλαγε, ήτανε ήρεμος άνθρωπος δεν καυγάδιζε δεν έκανε φασαρίες, ήτανε γλεντζές. Μόνο σήκωνε τη μάνα μου, τραγουδάγανε μαζί,  της κράταγε το χέρι και αυτή χόρευε."
 

 "Σαν έγινα δεκαοχτώ χρονών πήγαμε οικογενειακά στο πανηγύρι του χωριού μας. Φόρεσα και το καινούριο μου φουστάνι. Ο πατέρας μου, όταν ήρθε η δική μας σειρά για χορό, με έβαλε πρώτη να σύρω τον χορό, χόρεψα, με είχε μάθει η μάνα μου. Τι το 'θελα, από την άλλη 'μέρα άρχισαν οι προξενήτρες να 'ρχονται στο σπίτι. Έτσι γινότανε τότε, στα πανηγύρια έβλεπαν οι νέοι και οι κοπέλες και διάλεγαν ταίρι. Μετά αναλάμβαναν οι προξενήτρες. Κοίταγα κι εγώ, κανένας δεν μ' άρεσε, ήμουνα και μικρή."
 

 "Η μάνα μου με ρώταγε αν ήθελα να παντρευτώ κάποιον από αυτούς που μου προξένευαν. Της απαντούσα όχι. Με τα πολλά μου λέει η μάνα μου. Κόρη μου πρέπει να διαλέξεις, να σε δούμε νυφούλα, κανένας δεν σ' αρέσει; Είμαι μικρή ακόμα της είπα, με προξενιό δεν θέλω να παντρευτώ. Όταν βρω κάποιον που να μ' αρέσει θα σας το πω."
 

 "Πέρασε ο καιρός ήρθε ο χειμώνας. Μου λέει μια 'μέρα η μάνα μου. Αρετή, πήγαινε το φαγητό στο λιοστάσι μας, να φάνε οι εργάτες και ο πατέρας σου. Πράγματι παίρνω την κατσαρόλα με το φαγητό, ψωμί, μια ντοματοσαλάτα με τυρί φέτα, μια πεντακοσάρα κρασί και πάω στο λιοστάσι μας. Αφού φάγανε οι εργάτες και ο πατέρας μου, μάζεψα τα κουζινικά και πήρα τον δρόμο για το σπίτι."
 

 "Από μακριά ερχότανε ένας μ' ένα καρότσι, είχε μέσα εργαλεία, τον γνώρισα ήτανε ο Γροίκας, τον λέγανε Θωμά Γροίκα. Τον είχα ξαναδεί μερικές φορές, ήτανε ψηλός και γεροδεμένος. Όταν φτάσαμε κοντά, εγώ απ' τη μια πλευρά του δρόμου κι αυτός απ' την άλλη, σταμάτησα. Σταμάτησε κι εκείνος, κοιταχτήκαμε για λίγο στα μάτια δεν είπαμε τίποτε αλλά εγώ κατάλαβα πολλά."
 

 "Το ίδιο βράδυ λέω του πατέρα μου, πατέρα αποφάσισα να παντρευτώ."
 

"Μπα, πως έτσι ξαφνικά;"
 

"Βρήκα τον άντρα που θέλω."
 

"Και ποιος είναι;"
 

"Ο Γροίκας."
 

"Ποιος ο Θωμάς;"
 

"Ναι, ο θωμάς."
 

"Να σου πω, πολύ καλό παιδί και εργατικός, μοναχογιός και από καλή οικογένεια. Να βρει η μάνα σου την προξενήτρα να πάει στο σπίτι του."
 

"Όχι, όχι, πατέρα μου, εσύ θέλω να πας, να βρεις τον πατέρα του να κουβεντιάσετε."
 

"Τρελάθηκες κόρη μου, τι να πάω να του πω; πως η κόρη μου θέλει για άντρα της τον γιο του; Γίνονται αυτά;"
 

"Ναι, να πας και να του πεις ότι θέλω για άντρα μου τον Θωμά."
 

"Καλά, πως ξέρεις ότι ο Θωμάς σε θέλει;"
 

"Ειδωθήκαμε το μεσημέρι στον δρόμο."
 

"Κόρη μου τόχεις χαμένο; Ειδωθήκατε στον δρόμο και κατάλαβες ότι σε θέλει; Πότε προλάβατε να τα κουβεντιάσετε;"
 

"Ναι, τον κοίταξα, με κοίταξε, αυτό μου φτάνει."
 

"Για έλα στα συγκαλά σου Αρετή, τι τρέλες είναι αυτές. Εγώ δεν πάω να μιλήσω του πατέρα του, θα με περάσει για τρελό ο άνθρωπος και θα 'χει δίκιο."
 

"Καλά, πατέρα μου, θα πάω εγώ."
 

"Όρε γυναίκα, το κορίτσι μας τρελάθηκε."
 

"Άντρα μου, πήγαινε στο πάνω καφενείο να βρεις τον πατέρα του Θωμά και φέρτο απέξω απέξω."
 

"Κι άμα μου πει όχι, τι θα γίνει;"
 

"Πατέρα μου δεν θα σου πει όχι, ξέρω, ο Θωμάς θα του έχει μιλήσει, είμαι σίγουρη."
 

"Στην επιμονή μου, ο πατέρας μου υποχώρησε και με κρύα καρδιά πήγε στο πάνω καφενείο και βρήκε τον πατέρα του Θωμά. Το βράδι ήρθε και μου είπε."
 

"Κόρη μου, σου βγάζω το καπέλο, ο πατέρας του Θωμά δέχτηκε. Καλά πως το ήξερες; θα 'χατε σίγουρα μιλήσει και άλλες φορές με τον Θωμά."
 

"Όχι πατέρα μου, προχθές σου είπα συναντηθήκαμε και ειδωθήκαμε δεν μιλήσαμε καθόλου."
 

"Σε λίγες 'μέρες ήρθανε οικογενειακά και με ζητήσανε απ' τον πατέρα μου. Το καλοκαίρι έγινε ο γάμος. Ο πατέρας μου με προίκησε καλά, έδωσε τα καλύτερα χωράφια μας στον Γροίκα μου. Μου έχτισε και αυτό το σπίτι που βλέπεις. Στην αρχή μέναμε στης πεθεράς μου. Άγια γυναίκα, πάντα με ένα καλό λόγο κι ο πεθερός μου με αγάπαγε. Ερχότανε και η μάνα μου."
 

"Όταν τελείωσε το σπίτι μας το επίπλωσαν ο πεθερός μου με τον πατέρα μου. Τη μια Κυριακή μας έκανε τραπέζι η πεθερά μου την άλλη η μάνα μου. Την άλλη χρονιά γέννησα ένα κοριτσάκι, το Γιαννιό μας. Το βγάλαμε το όνομα της μάνας του Γροίκα μου, την έλεγαν Ιωάννα. Ο Γροίκας μου στην αρχή δεν έδινε καμιά σημασία στο μωρό. Ανησύχησα και πήγα στη μάνα μου. Μάνα της είπα, ο Γροίκας μου δεν το αγαπάει το μωρό μας επειδή είναι κορίτσι. Η μάνα μου με καθησύχασε, το αγαπάει μου είπε, όταν μεγαλώσει λίγο τότε θα ασχολείται με το μωρό."
 

"Ο Γροίκας μου είπε να κάνουμε κι άλλο παιδάκι μήπως είναι αγόρι. Την επόμενη χρονιά γέννησα πάλι κοριτσάκι, το Δεσποινιό μας. Βγάλαμε το όνομα της μάνας μου, την λέγανε Δέσποινα. Ο Γροίκας μου στεναχωρήθηκε πολύ που δεν κάναμε αγόρι δεν μου είπε κάτι αλλά το καταλάβαινα, τι μπορούσα όμως να κάνω; Ξαναέμεινα έγκυος, γέννησα το τρίτο παιδάκι μας, ήτανε κι αυτό κορίτσι, στεναχωρήθηκα τόσο πολύ που ο Γροίκας μου, μου είπε, μην στεναχωριέσαι όρε γυναίκα, αυτά τα κανονίζει ο θεός. Να κάνουμε κι άλλο παιδάκι του είπα. Όχι μου είπε, τρία είναι πολλά. Αφού δεν ήτανε γραφτό μας να κάνουμε αγόρι δεν πειράζει. Εμένα με ζώνανε τα φίδια, φοβόμουνα ότι ο Γροίκας μου δεν αγαπούσε τα κορίτσια μας."
 

 "Πέρασε πολύς καιρός και κατάλαβα ότι είχα κάνει λάθος. Ο Γροίκας μου όχι μόνο τα αγάπαγε αλλά γινότανε θυσία για τα κορίτσια μας. Κι αυτά όμως ήτανε πολύ όμορφα, ιδιαίτερα το στερνοπούλι μας. Ήτανε κατάξανθο, γαλανομάτικο, σωστό αγγελούδι. Το βαφτίσαμε Χρυσάνθη, επειδή είχε χρυσαφιά μαλλάκια."
 

"Θυμάμαι όταν γέννησα την στερνοπούλα μας, την Χρυσάνθη μας,  ήρθε στο κρεβάτι, πήρε το μωρό στην αγκαλιά του και είπε."
 

"Όρε γυναίκα, τούτο το μωρό είναι πανέμορφο."
 

"Και τα άλλα τα κορίτσια μας είναι όμορφα, Γροίκα μου"
 

"Ναι, αλλά ετούτο είναι σαν αγγελούδι"
 

"Τ' αγαπάς τα κορίτσια μας Γροίκα; τον ρώτησα."
 

"Όρε γυναίκα, τι ερώτημα είναι τούτο; άκου αν αγαπάω τα κορίτσια μας; και βέβαια τ' αγαπάω."
 

"Κουρασμένη απ' την γέννα αποκοιμήθηκα αλλά είχα ακόμα τον φόβο ότι ο Γροίκας μου ήθελε γιους και δεν τ' αγαπούσε τα κορίτσια μας."
 

"Σε λίγο καιρό, ήτανε χειμώνας, ήρθε ο Γροίκας μου νωρίτερα απ' τον καφενέ, Τα κορίτσια μας τρέξανε στην πόρτα και αγκαλιάσανε τα πόδια του, ήτανε δύο τα μεγάλα που να τα κάνει καλά, τα φώναξα και ήρθανε στο κουζινάκι, ξωπίσω τους ο Γροίκας μου."
 

"Είχα ανάψει την ξυλόσομπα και έβραζα τραχανά για βραδινό, τραχανά με τυρί φέτα, άρεσε πολύ στα κορίτσια μας. Όχι για να το παινευτώ αλλά με τον Γροίκα μου δεν στερηθήκαμε τίποτα, πάντα φρόντιζε να τάχουμε όλα, ήτανε δουλευταράς και προκομμένος, όταν πούλαγε την σοδειά αγόραζε πάντα φουστανάκια, παπουτσάκια και ότι άλλο έπρεπε για τα κορίτσια μας και μετά τα καμάρωνε με τα καινούρια τους τα ρούχα. Αυτά κάνανε σαν τρελά όποτε τον έβλεπαν, ποτές του δεν τα μάλωσε, εγώ καμιά φορά τα μάλωνα και μου 'λεγε, τι τα μαλώνεις όρε γυναίκα, αυτά είναι μικρούτσικα σαν κουκλίτσες."
 

"Μέσα στο κουζινάκι, δίπλα στην σόμπα είχαμε μια μεγάλη κρεβατίνα, πήρε λοιπόν ο Γροίκας μου το μωρό, ξάπλωσε στη μέση της κρεβατίνας ανάσκελα με λυγισμένα τα πόδια, έβαλε το μωρό ανάμεσα στα σκέλια του με το κεφαλάκι στα γόνατά του και του 'λεγε λεξούλες, αυτό κούναγε τα χεράκια του πάνω-κάτω σαν τρελό απ' την χαρά του και χαχάνιζε, που και που μπουρμπούλιζε, αμπού, αγκού και δώστου γέλαγε ο Γροίκας μου, τ' άλλα δύο κορίτσια μας ανεβήκανε στην κρεβατίνα και χοροπηδάγανε γύρω του, τον καβαλάγανε στο στήθος, του τραβούσανε τα μαλλιά και τις μουστάκες κι αυτός γέλαγε, εγώ κοίταζα 'φχαριστημένη, τότε έφυγε κι ο φόβος ότι δεν αγαπούσε ο Γροίκας μου τα κορίτσια μας."
 

"Αφού κουράστηκαν πατέρας και κορίτσια, κένωσα τον τραχανά στα πιάτα και καθίσαμε στο τραπέζι."
 

"Ο Γροίκας μου είχε την στερνοπούλα μας στα γόνατά του και με ρώτησε, κάνει όρε γυναίκα να φάει το μωρό τραχανά; κάνει του απάντησα, μεγάλωσε πια."
 

"Πήρα το μωρό στην αγκαλιά μου και το τάιζα τραχανά, μου λέει τότε ο Γροίκας μου, όρε γυναίκα κοίτα το μωρό έχει μουστάκια, ήτανε ο τραχανάς που 'χε κολλήσει στο στοματάκι του μωρού. Σκέφτηκα, έχει μαράζι ακόμα ο Γροίκας μου, που δεν κάναμε ένα γιο."
 

"Αφού φάγαμε πήγα τα κορίτσια μας για ύπνο, ξεθεωμένα απ' το παιγνίδι αποκοιμηθήκανε αμέσως, το μωρό κοιμότανε στην κούνια,  είπα στον Γροίκα μου, μην στεναχωριέσε άντρα μου που δεν έχουμε γιο, θα 'ποχτήσουμε σύντομα τρεις γιους."
 

"Τ' είναι τούτα που λες όρε γυναίκα, μ' αποκρίθηκε."
 

"Ναι, Γροίκα μου, τρεις γιους, τρία παλληκάρια και δεν θα κουραστούμε να τα μεγαλώσουμε, θα τα 'χουν μεγαλωμένα άλλες μανάδες, θα κάνουμε τρεις γαμπρούς Γροίκα μου, μην χολοσκάς που δεν έχουμε γιούς."
 

"Στάθηκε για λίγο σκεφτικός και μου απαντάει"
 

"Δεν χολοσκάω πια όρε γυναίκα, μούφυγε το σαράκι, δεν ήτανε γραφτό μας ν' αποχτήσουμε 'σερνικά μα τα κορίτσια μας είναι όμορφα, τόσο όμορφα που θα τα καλοπαντρέψουμε, δίκιο έχεις."
 

"Τα κορίτσια μας κάνανε σαν τρελά όταν ήτανε ο Γροίκας μου στο σπίτι. Τα έπαιρνε μαζί του στην κρεβατίνα και γινότανε πόλεμος ποια θα πάρει την καλύτερη θέση στην αγκαλιά του. Τον αγκαλιάζανε, τον φιλούσανε κι αυτός τα χάιδευε και γελούσε. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία για μια μάνα απ' το ο άντρας της να αγαπάει τα παιδιά της. Εγώ κοίταγα και 'φχαριστιότανε η ψυχή μου. Πέρασα πολύ καλά με τον Γροίκα μου."
 

"Περάσανε τα χρόνια και παντρέψαμε τα κορίτσια μας με τους άντρες που είδες χτες, αποκτήσαμε εγγόνια. Τα πρόλαβε κι ο Γροίκας μου πριν φύγει, αποχτήσαμε εγγόνες και εγγονούς μα ο Γροίκας μου ποτέ δεν τα ξεχώρισε. Ότι και να σου πω, τα κορίτσια μας τα 'γάπαγε ο Γροίκας μου, αν κακότυχα αρρώσταινε κάποιο, ξαγρύπναγε και μια και δυο και τρεις νυχτιές μέχρι να πέσει ο πυρετός."
 

"Η πρώτη μας το Γιαννιό σπούδασε στην Αθήνα, έγινε δικηγόρος. Ο Γροίκας καμάρωνε. Στην αρχή δεν ήθελα το Γιαννιό μας να πάει στην Αθήνα να σπουδάσει, φοβόμουνα. Το 'πα μια 'μέρα στον Γροίκα μου. Θα δούμε όρε γυναίκα μου απάντησε. Ο Γροίκας μου είχε ένα φίλο που τον λέγανε Ασημένιο, τον λέγανε έτσι γιατί είχε από νέος γκρίζα μαλλιά. Στο καφενείο συζήτησε ο Γροίκας μου με τον φίλο του, τον Ασημένιο. Τον ρώτησε τι έπρεπε να κάνει, να στείλει το Γιαννιό μας στην Αθήνα ή όχι. Ο Ασημένιος του είπε. Να το στείλεις το κορίτσι όρε Γροίκα, τι φοβάσαι; Αν είναι να μπλέξει θα μπλέξει κι εδώ. Τη γυναίκα και στο μπουκάλι να την βάλεις, άμα θέλει θα το κάνει με τον φελό."
 

 "Έτσι αποφάσισε ο Γροίκας μου και στείλαμε το Γιαννιό μας να σπουδάσει. Σαν τέλειωσε πήγε στην πόλη ασκούμενη. Τα άλλα τα κορίτσια μας δεν θέλανε να σπουδάσουνε. Ήρθε μια 'μέρα το Γιαννιό μας και μας είπε, θέλω να παντρευτώ. Έχω γνωρίσει έναν, είναι γιατρός. Κανονίσαμε την Κυριακή νάρθουνε οικογενειακά να με ζητήσουνε."
 

"Τα χάσαμε, ήταν ξαφνικό. Ο Γροίκας χάρηκε, κανόνισε τους μαστόρους και βάψαμε το σπίτι. Την Κυριακή δώσαμε λόγο. Σε λίγους μήνες παντρεύτηκε το Γιαννιό μας. Ο Γροίκας το προίκισε, του έγραψε και το σπίτι το πατρικό του."
 

"Το Γιαννιό μας ήταν από μικρή πολυλογού. Της ταίριαζε που έγινε δικηγόρος. Με τον γιατρό τα πηγαίνανε μια χαρά, την αγαπούσε πολύ. Μας κάνανε και δύο εγγονάκια, ένα αγόρι και ένα κοριτσάκι. Το αγόρι το βαφτίσαμε Ανδρέα, το όνομα του πεθερού της. Το κοριτσάκι το βαφτίσαμε Αρετή, το δικό μου."
 

"Το Δεσποινιό μας το παντρέψαμε με προξενειό. Το ζήτησε ένας γεωπόνος απ' το διπλανό χωριό που είναι μεγαλύτερο απ' το δικό μας. Το Δεσποινιό έκανε τέσσερα παιδιά, έτσι βγάλαμε όλα τα ονόματα, βγάλαμε και Θωμά, του Γροίκα μου. Προικίσαμε και το Δεσποινιό μας, του έγραψα και το πατρικό μου, αυτό εκεί που βλέπεις."
 

"Η Χρυσάνθη μας παντρεύτηκε ένα φίλο του γαμπρού μας του γιατρού. Την είδε μια 'μέρα στο σπίτι τους στην πόλη και τρελάθηκε. Είπε στον γιατρό, αυτή την κοπέλα θα την παντρευτώ, κανόνισε να πάμε στους γονείς της. Η Χρυσάνθη δεν μας είπε τίποτε. Μια Κυριακή απόγευμα ήρθαν επίσκεψη ο γιατρός με το Γιαννιό μας. Μαζί τους ήτανε και ο φίλος του, αυτός που παντρεύτηκε την Χρυσάνθη μας."
 

"Καθήσαμε και κουβεντιάζαμε, ξαφνικά ο φίλος του γιατρού μας λέει. Εγώ ήρθα εδώ σήμερα γιατί θέλω να πάρω γυναίκα μου την Χρυσάνθη. Τα χάσαμε, η Χρυσάνθη δεν ήξερε τίποτε. Ο Γροίκας τον ρώτησε. Καλά, την Χρυσάνθη μας την ξέρεις; Έχετε γνωριστεί; Τα 'χετε μιλήσει; Όχι μας είπε, τώρα θα την ρωτήσω αν με θέλει για άντρα της. Ρωτάει την Χρυσάνθη μας, αυτή ντρεπότανε. Τότε ο Γροίκας της είπε, Χρυσάνθη θέλεις να παντρευτείς, τον θέλεις για άντρα σου. Η Χρυσάνθη μας είπε ναι, τότε ο φίλος του γιατρού έβγαλε ένα δαχτυλίδι και της το φόρεσε στο δάχτυλο. Πως ήτανε τόσο σίγουρος που είχε μαζί του και δαχτυλίδι δεν ξέρω."
 

"Κανονίσανε με τον Γροίκα μου να έρθουν οι γονείς του την άλλη Κυριακή να κάνουμε τους αρραβώνες. Έτσι κι έγινε. Ο γαμπρός μας, της Χρυσάνθης έχει μαγαζί στην πόλη. Πολλά λεφτά. Όταν ο Γροίκας του είπε να του δώσει για προίκα χωράφια, αυτός αρνήθηκε, είπε, τι να τα κάνω τα χωράφια. Ο Γροίκας του είπε, πούλησέ τα και κάνε επέκταση στις δουλειές σου. Ο Γαμπρός μας πάλι αρνήθηκε. Κρατήστε τα χωράφια να 'χετε εισοδήματα, πως θα ζήσετε. Ο Γροίκας μου δέχτηκε αλλά του είπε πως το σπίτι μας, αυτό εδώ που καθόμαστε, θα το 'γραφε στην Χρυσάνθη μας. Ο γαμπρός μας είπε εντάξει. Έτσι κι έγινε."
 

"Η Χρυσάνθη μας έκανε δύο κοριτσάκια. Όχι για να το παινευτώ αλλά ήταν πανέμορφα, όπως η Χρυσάνθη μας όταν ήταν μωρό."
 

"Πέρασα μια ζωή πολύ καλή με τον Γροίκα μου. Όλο το χωριό τον εκτιμούσε, είχε πολλούς φίλους. Πήγαινε στο καφενείο συζητούσαν, πίνανε κανένα ουζάκι και ερχότανε στο σπίτι μας. Πάντα με το χαμόγελο, ποτέ δεν μαλώσαμε ούτε τα κορίτσια μας τα μάλωνε."
 

"Θυμάμαι μια φορά, είχανε έρθει όλοι τους, οι γαμπροί μας, τα κορίτσια μας και όλα τα εγγόνια μας. Αφού φάγαμε το μεσημέρι, ο Γροίκας μου ξάπλωσε λίγο. Σαν σηκώθηκε μου λέει, όρε Αρετή δεν μου ψήνεις ένα καφέ, είναι τα παιδιά μας εδώ δεν θα πάω στο καφενείο. Τότε άρχισε η μάχη. Πετάγεται το Γιαννιό μας και λέει, μάνα εγώ θα φτιάξω τον καφέ του πατέρα. Τι λες είπε το Δεσποινιό μας, που έμαθες να ψήνεις καφέδες; Στα δικαστήρια; Γιατί εσύ που έμαθες, στα φυτοφάρμακα και τα λιπάσματα του άντρα σου. Μπαίνει στη μέση η Χρυσάνθη μας, εγώ που είμαι η μικρότερη θα φτιάξω τον καφέ. Τελικά αφού διαφωνούσαν ανέλαβα εγώ να λύσω τη διαφορά, κορίτσια, εγώ θα ψήσω τον καφέ του πατέρα σας, σαν γεράσω τότε τσακωθείτε."
 

"Έκανα λοιπόν τον καφέ, ο Γροίκας μου καθότανε κάτω απ' την κληματαριά. Του πήγα τον καφέ και τα κορίτσια του πήγανε νερό και κουλουράκια. Μετά πρώτη το Γιαννιό μας κάθησε στα γόνατά του και τον αγκάλιασε, κοτζάμ γυναίκα με δύο παιδιά καθότανε στα γόνατα του Γροίκα μου σαν να 'τανε κοριτσάκι. Δεύτερη μάχη. Πήγανε και οι άλλες δυο και η μια έσπρωχνε την άλλη ποια θα καθίσει στα γόνατά του. Ο Γροίκας μου γελούσε. Κορίτσια αφήστε τον πατέρα σας να πιει το καφεδάκι του, τους είπα. Δεν πειράζει όρε γυναίκα θα το πιω κρύο. Τόσο πολύ τον αγαπούσανε τον Γροίκα μου τα κορίτσια μας αλλά κι εκείνος. Όταν τα εγγόνια μας είδανε το σκηνικό, τρέξανε κι αυτά και θέλανε όλα μαζί να καθήσουν στα γόνατα του παππού τους. Γυρνάγανε γύρω γύρω σαν μελίσι. Ο Γροίκας μου γέλαγε και τα 'πιανε ένα ένα τα 'παιρνε στην αγκαλιά του και τα φιλούσε. Ευτυχισμένα χρόνια."
 

"Σαν γεράσαμε, σταμάτησε και ο Γροίκας μου να καλλιεργεί τα χωράφια. Σηκωνότανε το πρωί και πήγαινε στο καφενείο. Οι παρέες του ήταν διαλεχτές. Δεν του άρεσαν τα κουτσομπολιά. Αν κάποιος τύχαινε να αρχίσει να πει κάτι για κάποιον ή κάποιαν ο Γροίκας μου τον έκοβε. Του 'λεγε άμα θέλεις να κουτσομπολέψεις πήγαινε σε άλλο τραπέζι. Στο καφενείο καθότανε πάντοτε με τον Ασημένιο. Ήτανε αδελφικοί φίλοι από παιδιά."
 

"Όταν χαιρετιόντουσαν έλεγαν, καληνύχτα, καλώς να σ' έβρω το πρωί. Το είχαν φιλοσοφήσει, μετά τα γεράματα έρχεται ο θάνατος. Μπορούσε το βράδυ κάποιος να πέθαινε. Την άλλη 'μέρα το πρωί σαν συναντιόσαντε στο καφενείο έλεγαν, του τη φέραμε κι απόψε του χάρου και γελούσανε."
 

"Μια κυριακή είχαν έρθει όλα μου τα κορίτσια με τους άντρες τους και τα εγγόνια μου. Τους κάναμε το τραπέζι. Ο Γροίκας έπαιζε με τα εγγόνια μας, ήπιε και λίγο παραπάνω, πήγε να ξαπλώσει. Το απόγευμα δεν ήθελε να σηκωθεί απ' το κρεβάτι, μας είπε ότι ήταν κουρασμένος. Ο γαμπρός μας ο γιατρός του είπε. Πατέρα, να κανονίσω να έρθεις στην πόλη να κάνεις γενικές εξετάσεις. Ο Γροίκας φοβότανε τους γιατρούς και τα νοσοκομεία. Δεν ήθελε να πάει. Τότε ανέλαβε να τον πείσει η πολυλογού, το Γιαννιό μας. Του 'λεγε, του 'λεγε, τον ζάλισε, το στόμα της ήταν πολυβόλο. Ο Γροίκας μου τότε είπε, καλά, καλά θα 'ρθω, θα 'ρθεις όμως κι εσύ Αρετή. Έτσι έγινε, πήγαμε στην πόλη και κάναμε γενικές εξετάσεις και οι δυο."
 

"Σε λίγες 'μέρες βγήκαν τα αποτελέσματα, ο γαμπρός μας τα έφερε, πήγε στο καφενείο και βρήκε τον Γροίκα μου. Του εξήγησε ότι ήταν καλές οι εξετάσεις και του Γροίκα μου και οι δικές μου. Σαν έφυγε έπιασε ο Γροίκας μου την κουβέντα με τον φίλο του τον Ασημένιο."
 

"Πήγες στην πόλη και έκανες εξετάσεις; Τον ρώτησε ο Ασημένιος. Ναι, του απάντησε ο Γροίκας, εκείνο το τσουπί, το Γιαννιό μας μ' έπρηξε, μπουρ μπουρ μπουρ, τι να 'κανα; Εκεί στο νοσοκομείο μου λέει μια νοσοκόμα όταν μου πήρανε αίμα, του χρόνου κ. Θωμά να ξανάρθεις να σε δούνε πάλι οι γιατροί, να ξανακάνεις εξετάσεις. Της λέω, κοπελιά μου, εμείς οι γέροι δεν ξέρουμε αν θα μας έβρει ζωντανούς η άλλη 'μέρα, θα κανονίσω από τώρα για του χρόνου. Βάλανε τα γέλια, ο Γροίκας μου δεν φοβότανε τον θάνατο. Μου έλεγε, όρε γυναίκα, καλοπαντρέψαμε τα κορίτσια μας, είδαμε εγγόνες, εγγόνια, ας ετοιμαστούμε για το μεγάλο ταξίδι. Εγώ χτύπαγα ξύλο, κουνήσου απ΄τη θέση σου Γροίκα μου, του 'λεγα."
 

"Αχ, τι κι αν χτύπαγα ξύλο, τι κι αν κουνιότανε ο Γροίκας μου απ' την θέση του, ήρθε ο αναθεματισμένος ο χάρος και μου τον πήρε. Θαρρώ ότι έφυγε ευτυχισμένος παρόλο που δεν του 'κανα γιο. Θεός σ'χωρέστον. Σε λίγο θα πάω να τον βρω, θα 'χει έτοιμο το σπίτι μας εκεί πάνω, με περιμένει, Τα παιδιά μου μου λένε να πάω μαζί τους στην πόλη, εγώ όμως θέλω να πεθάνω εδώ σ' αυτό το σπίτι, στο σπίτι μας, εμένα και του Γροίκα μου, εδώ που γέννησα και μεγάλωσα τα κορίτσια μας. Εδώ έχω τις φιλενάδες μου, έρχονται τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου. Πρέπει να ανάβω και το καντήλι του Γροίκα μου."

Πέρασε η ώρα, χαιρέτησα την γιαγιούλα και τράβηξα για το σπίτι μου, ώρα φαγητού.
Αργότερα παρασυρμένος απ' την ιστορία σκάρωσα λίγα στιχάκια.


τρία κορίτσια του ΄κανε
λουλούδια μυρωμένα
τρία κορίτσια ζηλευτά
ομορφοκαμωμένα.

Μα το μαράζι για ένα γιο
τον Γροίκα βασανίζει,
όμως για την κακοτυχιά
κανέναν δεν κακίζει.

Περνάει ο καιρός ακράτητος
χειμώνες, καλοκαίρια
και τρία αγόρια απόχτησε
των κοριτσιών του ταίρια.

Τρεις έχει τώρα γιους
τρεις έχει θυγατέρες,
έχει εγγόνους και εγγονές
γαληνεμένες 'μέρες.




Για την αναδημοσίευση απαιτείται έγγραφη άδεια του πνευματικού ιδιοκτήτη της παρούσης μυθοπλασίας. Για περισσότερες επεξηγήσεις επικοινωνείστε με τον "Κλεισθένη" στην φόρμα επικοινωνίας.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλώ τα σχόλια να είναι σχετικά με την ανάρτηση, υβριστικά ή προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.