Κυριακή 18 Ιουνίου 2017

Οι ζωές των άλλων. ο συνταγματάρχης (μυθοπλασία)...

           
  Ο συνταγματάρχης.
Μερικοί άνθρωποι άφησαν την ήσυχη ζωή τους και έζησαν για μεγάλο χρονικό διάστημα σε πολύ σκληρές συνθήκες, σε εμπόλεμες ζώνες, σε

μέρη όπου έγιναν μεγάλες φυσικές
καταστροφές, για να δώσουν βοήθεια σε συνανθρώπους τους, που υπέφεραν.
                                                         "Κλεισθένης".

-----------------------========================----------------------
 

Ο συνταγματάρχης, είναι ένας νέγρος πανύψηλος στρατιωτικός του τακτικού στρατού μιας Αφρικανικής χώρας που βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση με τους αντάρτες και τους μισθοφόρους.
 

Ο κύριος Αριστείδης, είναι ο γείτονάς μου, είναι συνταξιούχος γιατρός, ήταν χειρουργός.
 

Η κυρία Ιφιγένεια, είναι η σύζυγος του κ. Αριστείδη, πρώην νοσηλεύτρια.
 

Η Amali (Αμαλία-Ελπίδα), είναι υιοθετημένη κόρη του κ. Αριστείδη και της κα. Ιφιγένειας. Είναι νέγρα και είναι παιδίατρος.
 

Afif, ο νέγρος βοηθός.
 

Αννούλα, η σύζυγος.

Είναι σάββατο βράδυ, ετοιμαζόμαστε με την Αννούλα να βγούμε, μια βολτίτσα θα 'κανε καλό και σε 'μας και στο μωράκι μας. Έρχεται η Αννούλα και μου λέει. Άκυρο, το μωρό μας έχει πυρετό. Κάπου φαίνεται θα κρύωσε. Πάω στο δωμάτιο του μωρού, γκρινιάζει και δείχνει αρρωστούλα.
 

"Αννούλα, να πάρουμε τηλέφωνο την παιδίατρο."
 

"Σαββατιάτικα, ας περιμένουμε λίγο, μπορεί να μην κάνει πυρετό, δεν ανησυχώ, κρυωματάκι θάναι."
 

Όσο περνάει η ώρα, το μωρό μας γίνεται χειρότερα, ανεβάζει πυρετό, γκρινιάζει συνέχεια.
 

"Αννούλα, ανησυχώ, το μωρό όσο περνάει η ώρα χειροτερεύει. Μην τρέχουμε όλη νύχτα στα νοσοκομεία, να πάρω την παιδίατρο ή καλύτερα να φωνάξω από δίπλα τον γείτονά μας, γιατρός είναι, να μας πει μια γνώμη;"
 

"Τέτοια ώρα, να ανησυχήσουμε γέρο άνθρωπο;"
 

"Είναι πολύ καλός και πολύ ευγενικός δεν είναι και πολύ αργά, δίπλα μας μένει, θα 'ρθει για μια ματιά."
 

"Καλά, χτύπησέ του το κουδούνι, αν μπορεί ας έρθει."
 

Χτυπάω το κουδούνι του κυρ' Αριστείδη, η πόρτα του είναι απέναντι απ' την δικιά μας. Είχε πρόσφατα αγοράσει το απέναντι διαμέρισμα. Μου ανοίγει η κα. Ιφιγένεια.
 

"Καλησπέρα σας κα. Ιφιγένεια, συγνώμη για την ενόχληση, ο κ. Αριστείδης μήπως έχει ξαπλώσει;"
 

"Καλησπέρα γείτονα, όχι στο σαλόνι κάθεται, πάθατε κάτι;"
 

"Το μωρό μας έχει πυρετό, αν μπορούσε να το δει μια ματιά να μας πει τι να κάνουμε."
 

"Ευχαρίστως παιδί μου, πέρασε μέσα."
 

Μπαίνω στο σαλόνι.
 

"Αριστείδη μου, του γείτονά μας το μωρό έχει πυρετό, πήγαινε να ρίξεις μια ματιά."
 

"Το μωρό; Καλησπέρα γείτονα, τι έπαθε;"
 

"Κ. Αριστείδη, σήκωσε πυρετό αλλά δεν ξέρουμε αν είναι κάτι σοβαρό."
 

"Πάμε, πάμε γείτονα. Τ' όνομά σου;"
 

"Γεράσιμος"
 

"Α, ναι Γεράσιμος, όλο το ξεχνάω, και την κυρά σου τη λένε Άννα."
 

Μπαίνουμε στο διαμέρισμά μας, ο κυρ' Αριστείδης δείχνει ανήσυχος. Τον οδηγώ στο δωματιάκι του μωρού. Ο κ. Αριστείδης το κοιτάζει.
 

"Ξέρεις Γεράσιμε, εγώ ήμουν χειρουργός, καλύτερα να πάρω τηλέφωνο την κόρη μου που είναι παιδίατρος, να 'ρθει να το δεί. Μένει εδώ κοντά. Μια στιγμή να τηλεφωνήσω."
 

"Δηλαδή κ.Αριστείδη μπορεί νάναι κάτι σοβαρό;"
 

"Μπα δεν πιστεύω αλλά καλού κακού ας έρθει η κόρη μου που είναι ειδική, να μας πει, πάω να πάρω τηλέφωνο."
 

"Πάρτε απ' το δικό μας κ. Αριστείδη."
 

Τον οδηγώ στο τηλέφωνο, παίρνει έναν αριθμό, μιλάει για λίγο και μετά μου λέει. Τώρα έρχεται, κοιμίζει το μωρό της κι έρχεται. Σε λίγη ώρα χτυπάει το κουδούνι, πάω ν' ανοίξω. Ανοίγω την πόρτα και βλέπω μια νέγρα στο κατώφλι. Ορίστε τι θέλετε, την ρωτάω. Είμαι η Ελπίδα η κόρη του κ. Αριστείδη, η παιδίατρος, ήρθα να δω ένα μωρό. Τα χάνω, η κόρη του κ. Αριστείδη είναι νέγρα; Συνέρχομαι και την αφήνω να περάσει, αγκαλιάζει τον κ. Αριστείδη. Την οδηγώ στο δωματιάκι του μωρού μας. Βγάζει από μια τσάντα ιατρικά εργαλεία και εξετάζει το κοριτσάκι μας. Δεν είναι κάτι σοβαρό, μας λέει. Μας δίνει μερικά φάρμακα, αν σηκώσει το βράδυ πολύ πυρετό κάντε της ένα χλιαρό μπανάκι. Αύριο το πρωί, πριν πάω στο νοσοκομείο θα περάσω να την δω. Όταν την ρώτησα για χρήματα μόνο που δεν με έβρισε. Γείτονας και φίλος του πατέρα μου και θα μου δώσεις χρήματα; Μην το ξαναπείς.
 

Έφυγε η κόρη του κ. Αριστείδη η Ελπίδα. Καθήσαμε λίγο στο σαλόνι με τον κ. Αριστείδη.
 

"Κ. Αριστείδη με την φασαρία δεν σας ρώτησα, να σας κεράσουμε κάτι;"
 

"Όχι γείτονα, ευχαριστώ, θα μείνω λίγο να ξαναδώ το μωρό σας και μετά θα φύγω. Αν πέσει ο πυρετός να πάτε κι εσείς να κοιμηθήτε."
 

"Τώρα κ. Αριστείδη, μας κολλάει ύπνος; Μάλλον θα το ξενυχτήσουμε. Η Αννούλα αποκλείεται να κοιμηθεί. Πηγαίνεται εσείς να κοιμηθείτε και σας ευχαριστώ πολύ για την εξυπηρέτηση."
 

"Μην ανησυχείς για 'μένα γείτονα, εγώ δεν κοιμάμαι πριν τα μεσάνυχτα ποτέ. Θα είμαι δίπλα, ότι χρειαστείτε μην διστάσετε, χτυπήστε μου το κουδούνι."
 

Σε λίγο ο κ. Αριστείδης πηγαίνει στο δωματιάκι του μωρού μας, το κοιτάζει και μου λέει, δεν έπεσε ακόμη ο πυρετός, καλύτερα να μην φύγω, να περιμένω λίγο στο σαλόνι σας μέχρι να πέσει. Η Αννούλα πηγαινοέρχεται συνέχεια, βλέπει την κορούλα μας. Σε λίγο το μωρό μας κοιμήθηκε.
 

"Κ. Αριστείδη, εμείς θα πιούμε καφεδάκι, να σας φτιάξει η Αννούλα κι εσάς ένα;"
 

"Ας φτιάξει, μια στιγμή να ειδοποιήσω την Ιφιγένεια ότι θα μείνω εδώ για λίγο, να μην ανησυχεί."
 

"Φωνάξτε κ. Αριστείδη και την κα. Ιφιγένεια να έρθει να καθήσουμε εδώ."
 

"Καλά λες Γεράσιμε, πάω να την φωνάξω."
 

Πράγματι φωνάζει την κα. Ιφιγένεια την σύζυγό του, έρχεται και καθόμαστε στο σαλόνι. Κάθε λίγο ο κ. Αριστείδης πηγαίνει στο δωματιάκι του μωρού μας, μου κάνει μεγάλη εντύπωση αυτή του η κίνηση, ούτε εγγόνι του να ήταν.
 

"Κ. Αριστείδη, συγνώμη για πριν, τα έχασα όταν είδα την κόρη σας δεν ήξερα ότι είναι νέγρα."
 

"Ε βέβαια που να σου πάει το μυαλό γείτονα, την υιοθετήσαμε όταν ήταν μικρή. Τη λένε Amali, εμείς την φωνάζουμε Αμαλία ή Ελπίδα. Amali σημαίνει Ελπίδα."
 

"Πότε την υιοθετήσατε κ. Αριστείδη; Από που είναι;"
 

"Πάνε πολλά χρόνια, θυμάσαι Ιφιγένεια; Είναι απ' την Αφρική."
 

"Απ' την Αφρική; Πως έγινε; Είχατε πάει στην Αφρική;"
 

"Ναι, είναι μεγάλη ιστορία."
 

"Πείτε μας κ. Αριστείδη, όσο πίνουμε το καφεδάκι μας."
 

"Θα σας πω, να περάσει και η ώρα, νυστάζεις Ιφιγένεια;"
 

"Όχι Αριστείδη μου, πες την ιστορία, καθόμαστε που καθόμαστε, να περάσει λίγο η ώρα, να βλέπεις και το μωρό."
 

Αρχίζει να μας εξιστορεί μία απίθανη ιστορία, είναι σοβαρός άνθρωπος ο κ. Αριστείδης, σίγουρα τα όσα μας λέει είναι αληθινά. Κάπου κάπου η κα. Ιφιγένεια συμφωνεί και συμπληρώνει την εξιστόρηση.

"Δεκαετίες πριν μια ομάδα γιατρών αποφασίσαμε να πάμε στην Αφρική, σε μια εμπόλεμη ζώνη, να βοηθήσουμε τον πληθυσμό. Εμένα μου ανατέθηκε ένα ορφανοτροφείο-νοσοκομείο σε ένα χωριό, κοντά στην εμπόλεμη ζώνη."
 

Συνεχίζει, " Σε όλη την διαδρομή θαύμαζα το τοπίο, πολύ όμορφη χώρα, όταν όμως πλησιάσαμε στα μέρη όπου είχαν διεξαχθεί μάχες, το τοπίο ήταν καταθλιπτικό, παντού ερείπια, καμμένα χωριά, κατεστραμένα χωράφια, καμμένα δάση. Φτάσαμε σε ένα αγρόκτημα, ένα μεγάλο σπίτι που υπήρχε το είχαν μετατρέψει σε ορφανοτροφείο και πρόχειρο νοσοκομείο."
 

Συνεχίζει, "Εκεί γνώρισα και την σύζυγο, θυμάσαι Ιφιγένεια; Όταν μπήκα μέσα στο σπίτι αντίκρυσα τον πόνο, την εξαθλίωση, τα δεινά του πολέμου. Υπήρχαν παιδιά, αγόρια και κορίτσια, άλλα ήταν ανάπηρα, άλλα είχαν εμφανή σημάδια τραυματισμού, άλλα δεν είχαν πληγές ή αναπηρίες αλλά ήταν μικρά ορφανά και από τους δύο γονείς. Ο γιατρός που ήταν πριν από 'μένα είχε φύγει, ήταν στρατιωτικός και είχε πάει σε μια μονάδα-νοσοκομείο στο μέτωπο."
 

Συνεχίζει, "Οι συνθήκες ήταν τραγικές, πολύ λίγα φάρμακα και στοιχειώδης ιατρικός εξοπλισμός, το νερό το κουβάλαγε ο Afif (Αφίφ), ένας νέγρος βοηθός από πολύ μακριά, τα τρόφιμα λιγοστά. Όταν τον ειδοποιούσαν έφερνε τα παιδιά, άλλα τραυματισμένα άλλα πεντάρφανα. Λόγω των πολεμικών συγκρούσεων δεν ήταν εύκολος ο εφοδιασμός. Ο Αφίφ με κίνδυνο να σκοτωθεί πήγαινε στα διπλανά χωριά και μας έφερνε ότι μπορούσε, τουλάχιστον να ταΐζαμε τα παιδιά. Πολλές φορές πέρναγε ανάμεσα στους αντιμαχόμενους."
 

Συνεχίζει, "Δεν έχω δει πιο εργατικό άνθρωπο απ' τον Αφίφ, ξυπνούσε πάντα πρώτος το πρωί και κοιμόταν τελευταίος το βράδυ. Είχε ένα παλιό τζιπ και ένα τουφέκι. Όταν τον ρώτησα τι θα έκανε με το τουφέκι αν έρχονταν οι αντάρτες μου είπε, όσους φάω μέχρι να με φάνε. Αεικίνητος, έκανε επισκευές στο κτίριο, φρόντιζε τρεις κατσίκες που είχαμε για το γάλα των παιδιών, ήταν παντού και πάντα πρώτος. Έφτιαχνε από κλαδιά πατερίτσες για τα παιδιά, ήταν πολύ προκομμένος. Κούτσαινε ελαφρά, είχε τραυματιστεί στην λεκάνη και το κόκκαλο δεν είχε δέσει σωστά. Δεν μπορούσε να πάει στις μάχες."
 

Συνεχίζει, "Η Ιφιγένεια, η κυρία από 'δω,  είχε τραυματιστεί στην κοιλιά από θραύσμα και ανάρρωνε, είχαμε και δύο νέγρες νοσοκόμες. Πρώτη μου φορά είδα νοσοκόμες να ξαγρυπνούν μερόνυχτα δίπλα στα παιδιά. Τόση αφοσίωση δεν την περίμενα. Σπάνια ερχόταν ένας εθελοντής παιδίατρος και εξέταζε τα παιδιά. Οι μάχες γίνονταν όλο και πιο κοντά στο αγρόκτημα, ακούγαμε τους ήχους του πολέμου. Τα παιδιά τρόμαζαν, προσπαθούσαμε να τα ηρεμήσουμε, φυσικά φοβόμασταν κι εμείς οι μεγάλοι αλλά έπρεπε να μείνουμε, να προστατέψουμε και να περιθάλψουμε τα παιδιά."
 

Συνεχίζει, "Μια 'μέρα ο Αφίφ έφερε την κόρη μου, κοριτσάκι, ήταν δεν ήταν δύο χρόνων, ήταν πεντάρφανο. Κάθε φορά που τρόμαζε έμπαινε κάτω απ' την ρόμπα της Ιφιγένειας, αγκάλιαζε σφιχτά την γάμπα της και κρυβότανε. Ήτανε πολύ χαριτωμένο κοριτσάκι, το συμπάθησα αμέσως. Όταν ανάρρωσε πλήρως η Ιφιγένεια από τον τραυματισμό, της πρότεινα να φύγει για την Ελλάδα. Αρνήθηκε και έτσι γνωριστήκαμε καλύτερα. Γίναμε ζευγάρι. Είναι παράξενο, μέσα σε τόσο πόνο και δυστυχία να ερωτεύονται δύο άνθρωποι."
 

Συνεχίζει, "Η κόρη μας συνδέθηκε πολύ με την Ιφιγένεια, ήταν σας λέω πολύ έξυπνο, πολύ όμορφο και πολύ φοβισμένο κοριτσάκι. Η Ιφιγένεια το αγαπούσε σαν δικό της παιδί. Δεν επρόκειτο να κάνει παιδιά, το θραύσμα της είχε καταστρέψει όλα τα όργανα. Η κα. Ιφιγένεια ήταν ορφανή κι αυτή. Οι πονεμένοι άνθρωποι, γείτονες γίνονται θυσία."
 

Αναστενάζει.
 

"Αριστείδη μου, πάνε αυτά περάσανε, μην στεναχωριέσαι."
 

"Μπορεί να περάσανε Ιφιγένεια αλλά δεν ξεχνιούνται. Ένα απόγευμα, προς το σούρουπο που λέτε γείτονες, ήρθε στο αγρόκτημα ένα στρατιωτικό τζιπ και ένα λεωφορείο. Τα παιδιά τρομάξανε, άλλα έκλαιγαν, άλλα κρύβονταν κάτω απ' τα σκεπάσματα. Η Αμαλία-Ελπίδα, η κόρη μου, κρύφτηκε κάτω απ' την ρόμπα της Ιφιγένειας. Το θυμάσαι Ιφιγένεια; Πάντοτε το έκανε, ακόμη και όταν ήρθαμε στην Ελλάδα όταν φοβότανε τις αστραπές κρυβότανε κάτω απ΄την φούστα σου."
 

Συνεχίζει, "Βγήκαμε έξω στην αυλή εγώ και ο Αφίφ, είδαμε έναν πανύψηλο αξιωματικό να κατεβαίνει απ' το τζιπ και μερικούς στρατιώτες, καμιά δεκαριά. Κατάλαβα αμέσως ότι δεν ήταν αντάρτες αλλά του τακτικού στρατού. Πήγα στον αξιωματικό, τον χαιρέτησα και τον ρώτησα τι ήθελαν. Μιλούσαμε στα Αγγλικά. Μου είπε ότι ήταν συνταγματάρχης και είχε διαταγές να πάρει τα ορφανά απ' το αγρόκτημα και να τα μεταφέρει σε ορφανοτροφείο στην πρωτεύουσα."
 

Συνεχίζει, "Χάρηκα πολύ γιατί τα παιδιά θα έφευγαν απ' την εμπόλεμη ζώνη. Ο συνταγματάρχης με ρώτησε  αν υπάρχει κάποιο μικρό δωματιάκι για να ξεκουραστούν. Ο Αφίφ τον οδήγησε σε ένα μικρότερο σπιτάκι δίπλα στο μεγάλο σπίτι που είχαμε κάνει ορφανοτροφείο-νοσοκομείο. Ο συνταγματάρχης συνομίλησε για λίγο με τον Αφίφ, δεν καταλάβαινα γιατί μιλούσαν Αφρικάνικα. Έδωσε μερικές διαταγές στους στρατιώτες του. Σκέπασαν το τζιπ και το λεωφορείο με κλαδιά να μην φαίνονται.  Ένας με ένα πολυβόλο ανέβηκε στην σκεπή του μικρού σπιτιού και άλλοι δύο φύλαξαν σκοπιά."
 

Συνεχίζει, "Την άλλη 'μέρα κρύφτηκαν όλοι μέσα στο σπιτάκι. Το απόγευμα, λίγο πριν το σούρουπο, ξεσκέπασαν τα οχήματα και άρχισαν να επιβιβάζουν τα παιδιά στο λεωφορείο. Ένας μάλλον λοχίας, έδειχνε ποια παιδιά θα επιβιβαστούν και ποια όχι. Μόλις το αντιλήφθηκα αντέδρασα. Ο λοχίας μου είπε ότι αυτές τις διαταγές είχε. Αποφάσισα να πάω στον συνταγματάρχη να μου εξηγήσει για ποιο λόγο δεν θα έπαιρναν μαζί τους όλα τα παιδιά. Το λεωφορείο ήταν αρκετά μεγάλο για να τα χωρέσει.
 

Συνεχίζει, "Όταν έφτασα στο σπιτάκι όπου κάθονταν ο συνταγματάρχης, ένα στρατιώτης που ήταν στην πόρτα δεν με άφηνε να μπω. Στην επιμονή μου ότι πρέπει οπωδήποτε να δω τον συνταγματάρχη μου είπε. Δεν το βλέπω φρόνιμο να ενοχλήσετε τον συνταγματάρχη, μου είπε, θα θυμώσει και θα βρω τον μπελά μου. Εγώ είμαι γιατρός, του είπα, δεν είμαι στρατιώτης του, θα μπω και θα του μιλήσω οπωσδήποτε. Υποχώρησε και με άφησε να περάσω."
 

"Καλησπέρα κ. συνταγματάρχα."
 

"Καλησπέρα γιατρέ, τι συμβαίνει;"
 

"Έξω ένας λοχίας χωρίζει τα παιδιά σε αυτά που θα επιβιβαστούν και σε αυτά που θα παραμείνουν."
 

"Ναι, αυτή είναι η διαταγή."
 

"Με ποιο κριτήριο επιλέγει τα παιδιά;"
 

"Όσα μπορούν να περπατήσουν και όσα μπορούμε να πάρουμε στις πλάτες μας."
 

"Και τα υπόλοιπα; Θα τα αφήσετε εδώ, οι αντάρτες αν έρθουν θα τα σκοτώσουν όλα."
 

"Γιατρέ, βρισκόμαστε σε πόλεμο όχι σε εκδρομή. Θα πάρουμε μαζί μας όσα παιδιά σας είπα."
 

"Μα γιατί, το λεωφορείο τα χωράει όλα, είναι κρίμα να παραμείνουν μερικά, τα καταδικάζετε σε βέβαιο θάνατο."
 

"Γιατρέ, έχω να σχεδιάσω τον τρόπο διαφυγής μας, με ενοχλείτε χωρίς λόγο."
 

"Χωρίς λόγο; Πρόκειται για παιδιά, για αθώες ψυχές."
 

"Ο συνταγματάρχης αγρίεψε και μου λέει σε έντονο ύφος. Γιατρέ, νομίζεις ότι εσύ ενδιαφέρεσε περισσότερο από 'μένα για αυτά τα παιδιά; Αυτά τα παιδιά είναι δικά μας παιδιά, όχι δικά σου."
 

"Ένας λόγος παραπάνω, δικά σας παιδιά είναι δεν τα λυπάστε;"
 

"Γιατρέ μην γίνεσε προσβλητικός, θαρρείς ότι δεν τα λυπάμαι; Η περίσταση δεν μου επιτρέπει να τα σώσω όλα, ας σώσω 
τουλάχιστον όσα μπορώ."
 

"Εγώ επέμενα, τι μπορούσε να μου κάνει, ήμουνα εθελοντής γιατρός, φρόντιζα τα δικά τους παιδιά. Απαιτώ να πάρετε όλα τα παιδιά δεν πρόκειται να επιτρέψω να παραμείνει κανένα παιδί πίσω. Αν δεν το κάνετε όταν θα βρεθώ στην πρωτεύουσα θα σας καταγγείλω. Ο συνταγματάρχης βλέποντας την επιμονή μου, μαλάκωσε και άρχισε να μου εξηγεί."
 

"Νομίζεις γιατρέ ότι κάνω του κεφαλιού μου, έχω συγκεκριμένες διαταγές, οφείλω να σώσω όσα περισσότερα παιδιά μπορώ. Όσα παιδιά μπορούν να περπατήσουν αυτά θα πάρω, και όσα μικρότερα μπορούμε να κουβαλήσουμε στις πλάτες μας. Όταν ερχόμασταν οι μάχες γίνονταν δίπλα στον δρόμο που οδηγεί στην πρωτεύουσα. Αν ελέγχουν τον δρόμο οι αντάρτες και οι μισθοφόροι, θα πρέπει να αφήσουμε το λεωφορείο και το τζιπ και να ανεβούμε στα βουνά. Να περάσουμε μέσα από κακοτράχαλα μονοπάτια για να βρεθούμε σε μέρη που κατέχει ο στρατός."
 

Συνεχίζει, "Αν πάρω μαζί μου ανάπηρα και πολύ άρρωστα παιδιά, θα πεθάνουν στον δρόμο, θα μας καθυστερήσουν και ίσως πεθάνουν και τα υπόλοιπα. Δεν πρόκειται για εκδρομή γιατρέ, μέσα απ' την εμπόλεμη ζώνη θα περάσουμε. Εσείς τι θα κάνατε στην θέση μου;"
 

"Και τα υπόλοιπα τι θα απογίνουν;"
 

"Ελπίζω να υποχωρήσουν οι αντάρτες και να έρθουμε να τα πάρουμε, να τα μεταφέρουμε με σιγουριά, είναι δικά μας παιδιά γιατρέ, μην το ξεχνάτε. Αν θέλετε ελάτε κι εσείς μαζί μας. Εδώ θα παραμείνει μία νοσοκόμα και ο Αφίφ. Η άλλη νοσοκόμα θάρθει μαζί μας."
 

"Αποκλείεται να αφήσω τα παιδιά μόνα τους, χρειάζονται ιατρική φροντίδα, τι να κάνει η νοσοκόμα δεν είναι γιατρός."
 

"Καλώς, κανονίστε τα μεταξύ σας, όποιος θέλει να έρθει, όποιος θέλει να μείνει."
 

"Να σας ζητήσω τουλάχιστον μια χάρη; Όταν φτάσετε στην πρωτεύουσα, μπορείτε να κανονίσετε να μας έρθουν εφόδια, φάρμακα κτλ;"
 

"Να είστε σίγουρος γιατρέ αν ο δρόμος είναι ανοιχτός ή όποτε ανοίξει θα επιμεληθώ προσωπικά να σας σταλούν εφόδια και φάρμακα. Στην στρατιωτική μου τιμή."
 

"Κατάλαβα ότι ο συνταγματάρχης είχε δίκιο. Τον άφησα να κάνει τα σχέδιά του και πήγα να βρω τους άλλους να συνεννοηθούμε. Πρώτο βρήκα τον Αφίφ. Είπε πως δεν θα έφευγε δεν φοβόταν τον θάνατο και δεν θα παράταγε τα υπόλοιπα παιδιά μόνα τους, είχε και το τουφέκι του. Μετά βρήκα τις δύο νοσοκόμες. Δεν ήθελαν να φύγουν. Πίεσα την μία να φύγει για να παραμείνει η άλλη που είχε μερικές ιατρικές γνώσεις να με βοηθήσει σε περίπτωση που μας έφερναν κι άλλα τραυματισμένα παιδιά. Κάποια έπρεπε να συνοδεύσει τα παιδιά. Τελικά συμφώνησαν. 

Συνεχίζει, ήρθε η σειρά της Ιφιγένειας. Αρνήθηκε κατηγορηματικά να φύγει. Μου είπε πως δεν έφυγε όταν τραυματίστηκε θα έφευγε τώρα.
Η επιβίβαση συνεχίστηκε. Η Αμαλία-Ελπίδα μόλις κατάλαβε ότι θα την έπαιρναν κρύφτηκε πάλι κάτω απ' την ιατρική ρόμπα της Ιφιγένειας. Γαντζώθηκε στην γάμπα της και δεν κουνιότανε καθόλου. Πλησίασα την Ιφιγένεια και της έκανα νόημα ότι έπρεπε να αφήσει την Αμαλία-Ελπίδα να πάει με το λεωφορείο, θα την έπαιρνε στους ώμους του κάποιος στρατιώτης. Με νόημα αρνήθηκε, όταν επέμεινα μου το ξέκοψε.
Αριστείδη, δεν υπάρχει περίπτωση να αφήσω την Amali, Θα μείνει εδώ μαζί μου."
 

"Μα Ιφιγένεια, εδώ μπορεί να έρθουν οι αντάρτες, ίσως οι μισθοφόροι, θα την σκοτώσουν σίγουρα."
 

"Μην επιμένεις Αριστείδη μου, την Amali δεν την αφήνω. Αν φέρει αντιρρήσεις ο συνταγματάρχης θα γίνει μεγάλη φασαρία δεν την αφήνω."
 

"Τι θα κάνατε κα. Ιφιγένεια; Ρώτησα"
 

"Δεν ήξερα παιδί μου, μου απάντησε. Κάτι θα σκεφτόμουνα, ίσως να έλεγα ότι ήταν πολύ άρρωστη."
 

"Η Amali μας, γείτονες, ήταν αλήθεια ότι είχε την Ιφιγένεια σα μάνα, ήταν πολύ δεμένες, αποφάσισα να την κρύψουμε να μην την βρουν οι στρατιώτες. Όταν τελείωσε η επιβίβαση ο συνταγματάρχης μας χαιρέτησε και μας είπε. Μίλησα με τον Αφίφ, αν πλησιάσουν πολύ οι αντάρτες, πάρτε τα παιδιά και πηγαίνετε σε μια σπηλιά που είναι λίγο πάνω από το σπίτι. Μπορεί να μη σας βρουν. Εμείς φεύγουμε. Καλή τύχη."
 

Πέρασε η ώρα, ο κ. Αριστείδης και η κα. Ιφιγένεια έφυγαν. Ο πυρετός είχε πέσει. Την άλλη 'μέρα το πρωί της Κυριακής, ήρθε η κόρη του κ. Αριστείδη, η Αμαλία-Ελπίδα, είδε το μωρό μας και μας είπε ότι ήταν λίγο καλύτερα, θα πήγαινε στο νοσοκομείο όπου εργαζόταν και θα ξαναπερνούσε το απόγευμα. Έτσι κι έγινε. Το μεσημέρι της Κυριακής συζητούσαμε με την Αννούλα όσα μας είχε πει ο κ. Αριστείδης το προηγούμενο βράδυ. Θέλαμε κι οι δυο να μάθουμε την συνέχεια της ιστορίας, έτσι αποφασίσαμε να καλέσουμε το απόγευμα τον κ. Αριστείδη και την κα. Ιφιγένεια για καφεδάκι.
Χτυπάω το κουδούνι του κ. Αριστείδη, ανοίγει ο ίδιος.

 

"Καλησπέρα κ. Αριστείδη."
 

"Καλησπέρα γείτονα, τι έγινε; είναι καλύτερα το μωρό;"
 

"Πέρασε το πρωί η κόρη σας και το είδε, είναι καλύτερα. Ελάτε αν θέλετε με την κα. Ιφιγένεια να καθήσουμε να πιούμε καφεδάκι."
 

"Άκου αν θέλουμε και βέβαια θέλουμε, έχουμε να κάνουμε κάτι καλύτερο νομίζεις γείτονα;"
 

Σε λίγο εγώ, η Αννούλα, ο κ. Αριστείδης και η σύζυγός του καθόμαστε στο μπαλκόνι μας. Ο κ. Αριστείδης πήγε πρώτα να δει το μωρό μας. Πρέπει να αγαπάει πάρα πολύ τα παιδιά.
 

"Κ. Αριστείδη θα μας συνεχίσετε την ιστορία που μας λέγατε χθες;"
 

"Ευχαρίστως, να περάσει και η ώρα."
 

Χτυπάει το κουδούνι μας. Πηγαίνω να ανοίξω. Είναι η κόρη του κ. Αριστείδη. Μπαίνει στο σπίτι, πάει στο δωμάτιο του μωρού μας. Πάμε κι εμείς, εγώ και η Αννούλα. Είναι καλύτερα μας λέει, ίσως αύριο να είναι εντελώς καλά. Θα περάσω το πρωί να την δω. Θα φύγω τώρα, με περιμένει ο άντρας μου στο σπίτι, έχω κι εγώ μωρό να φροντίσω. Ήρθε στο μπαλκονάκι. χαιρέτισε με σεβασμό τον κ. Αριστείδη και την κα. Ιφιγένεια και έφυγε. Ο κ. Αριστείδης αρχίζει την εξιστόρηση.
 

"Οι μάχες που λέτε γείτονες συνεχίζονταν. Ο δρόμος που οδηγούσε στην πρωτεύουσα ήταν φαίνεται στρατηγικής σημασίας. Σε μερικές εβδομάδες ήρθε ένα καμιόνι του στρατού με φάρμακα και εφόδια. Το είχε στείλει ο συνταγματάρχης. Ο οδηγός μας είπε ότι πέρασαν μέσα απ' την εμπόλεμη ζώνη. Μας έφερε και μερικά παιδιά, ήταν τραυματισμένα. Στο καμιόνι ήταν δύο νοσοκόμοι στρατιώτες. Μας βοήθησαν να κατεβάσουμε τα παιδιά. Ετοιμάσαμε το χειρουργείο. Πέσαμε με τα μούτρα στη δουλειά. Άλλα χρειάζονταν εγχείριση άλλα ακρωτηριασμό.
 

Συνεχίζει, δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα γείτονα απ' το να ακρωτηριάζεις ένα παιδί, να γίνεται για όλη του την ζωή ανάπηρο. Σκληρές συνθήκες, λίγα μέσα, πολλή όμως αγάπη από 'μένα την Ιφιγένεια την νέγρα νοσοκόμα και τον Αφίφ. Τα παιδιά συμπεριφέρονταν σαν μεγάλοι άνθρωποι, όταν πονούσαν δεν το έδειχναν, έκαναν τόσο κουράγιο που με εξέπλητε."
 

Συνεχίζει, "Οι μάχες άρχισαν να γίνονται πλέον κοντά στο αγρόκτημα. Είπαμε να μετακομίσουμε στην σπηλιά αλλά τα εγχειρισμένα παιδιά δεν μπορούσαμε να τα μετακινήσουμε. Η Ιφιγένεια και η νοσοκόμα πήραν όσα παιδιά μπορούσαν να μετακινηθούν και πήγαν στην σπηλιά. Εγώ και ο Αφίφ μείναμε. Περιμέναμε με αγωνία και φόβο την εξέλιξη των μαχών. Μια 'μέρα είδαμε τζιπάκια και καμιόνια του στρατού. Οι αντάρτες είχαν υποχωρήσει. Ο δρόμος για την πρωτεύουσα ήταν ανοιχτός."
 

Συνεχίζει, "Μετά από δυο τρεις 'μέρες ήρθε ένα λεωφορείο και δυο καμιόνια. Φορτώσαμε τα παιδιά στο λεωφορείο και στα καμιόνια ότι εξοπλισμό είχαμε. Την άλλη 'μέρα ήμασταν στην πρωτεύουσα. Τα τραυματισμένα παιδιά τα πήγαν σε νοσοκομείο, τα υπόλοιπα σε ένα μεγάλο κτίριο. Το είχαν μετατρέψει σε ορφανοτροφείο. Η Ιφιγένεια πήγε μαζί με την Αμαλία-Ελπίδα. Δεν την άφηνε, παρόλες τις εκκλήσεις του υπεύθυνου του ορφανοτροφείου. Ο Αφίφ μπήκε στο νοσοκομείο για να εγχειριστεί στην λεκάνη. Πήγα και τον είδα κάνα δυό φορές. Είχε ζητήσει απ' τους γιατρούς να τον εγχειρίσω εγώ αλλά δεν το επέτρεψαν."
 

Σηκώνεται για να ρίξει μια ματιά στο μωρό μας. Έρχεται και μας λέει ότι είναι πολύ καλύτερα, κοιμάται, αύριο θα είναι τελείως καλά.
 

"Μετά τι έγινε κ. Αριστείδη;"
 

"Πέρασε η ώρα γείτονες, αύριο το μωρό θα είναι καλά. Κάποια άλλη φορά θα σας διηγηθώ την συνέχεια. Πάμε Ιφιγένεια, να ξεκουραστούν και οι γείτονες;"
 

"Πάμε Αριστείδη μου."
 

Έφυγαν, την άλλη 'μέρα το μωρό μας γελούσε πάλι, ήταν απύρετο και έδειχνε να έχει ξεπεράσει το κρύωμα. Το απόγευμα μας χτύπησε την πόρτα η κα. Ιφιγένεια. Μας κάλεσε να πάμε στο σπίτι τους για καφέ. Πήραμε και την κορούλα μας μαζί. Η κα. Ιφιγένεια την κρατούσε αγκαλιά όλη την ώρα. Έψησε τα καφεδάκια με την κορούλα μας αγκαλιά. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση.
 

"Κ. Αριστείδη θα μας πείτε την υπόλοιπη ιστορία;"
 

"Ναι, ναι, να σας φέρω και μερικές φωτογραφίες να τις δείτε."
 

Μας έφερε κάμποσες φωτογραφίες, είδαμε το αγρόκτημα, το σπίτι ορφανοτροφείο και το πρόχειρο χειρουργείο. Σε μία φωτογραφία υπήρχαν πολλά παιδιά, μαζί τους ήταν ο κ. Αριστείδης, η κα. Ιφιγένεια, ο Αφίφ και οι νέγρες νοσοκόμες. Είδαμε και την μικρή Αμαλία-Ελπίδα. Ήταν ένα πανέμορφο νεγράκι, με σπινθηροβόλα ματάκια, σε όλες τις φωτογραφίες ήταν στην αγκαλιά της κα. Ιφιγένειας.
 

"Στην πρωτεύουσα που λες γείτονα αποφασίσαμε με την Ιφιγένεια να υιοθετήσουμε την Amali, πήγα στο ειδικό γραφείο για την υιοθεσία. Μεγάλο πρόβλημα, απ' την αρχή μου το ξέκοψαν. Πολιτική της κυβέρνησης ήταν τα ορφανά να μείνουν στην χώρα."
 

Συνεχίζει, "Όταν το είπα στην Ιφιγένεια έβαλε τα κλάμματα, δεν φεύγω μου είπε χωρίς την Amali. Σκεφτόμουνα τι μπορούσα να κάνω. Αποφάσισα να πάω στο υπουργείο, να δω τον υπουργό. Πράγματι πήγα, μπήκα σε ένα γραφείο, ένας υπάλληλος με ρώτησε αν είχα ραντεβού. Του είπα όχι αλλά έπρεπε να δω τον υπουργό οπωσδήποτε. Μου είπε να περιμένω, μπήκε σε ένα διπλανό γραφείο, σε λίγο μου έκανε νόημα να περάσω, ήταν το γραφείο του γραμματέα του υπουργού."
 

Συνεχίζει, "Χτυπάω την πόρτα του γραφείου και μπαίνω, μένω με το στόμα ανοιχτό, μεγάλη έκπληξη, γραμματέας του υπουργού ήταν ο συνταγματάρχης. Μόλις με είδε σηκώθηκε με αγκάλιασε. Συνταγματάρχη, του λέω, τι κάνεις; χαίρομαι πολύ που σε ξαναβλέπω. Δεν είμαι πια συνταγματάρχης μου είπε, τώρα είμαι γραμματέας του υπουργού. Με ρώτησε τι ακριβώς ήθελα τον υπουργό. Του εξήγησα. Περίμενε λίγο μου είπε, πήρε κάποια τηλέφωνα, μίλαγε Αφρικάνικα και δεν καταλάβαινα τι έλεγε."
 

Συνεχίζει, "Σε λίγο μου λέει, αυτό που ζητάς είναι πολύ δύσκολο, θα κάνω ότι μπορώ αλλά υπάρχουν δύο εμπόδια. Το πρώτο και βασικό είναι ότι δεν είσαι παντρεμένος, δεν έχεις οικογένεια. Το δεύτερο είναι πολιτική της κυβέρνησης τα ορφανά να παραμείνουν εδώ, να υιοθετηθούν από δικούς μας."
 

Συνεχίζει, "Τότε του λέω, το πρώτο ίσως μπορώ να το λύσω, για το δεύτερο κάνε ότι μπορείς. Με την νοσηλεύτρια, την Ιφιγένεια, είμαστε ζευγάρι, μπορούμε να παντρευτούμε, θα χρειαστεί να πάμε στην Ελλάδα και να ξανάρθουμε."
 

Συνεχίζει, "Φεύγω απ' το γραφείο του συνταγματάρχη και πάω να συναντήσω την Ιφιγένεια. Όταν της είπα τις λεπτομέρειες μου είπε, αποκλείεται, εγώ δεν φεύγω χωρίς την Amali. Μήπως μπορούμε να κάνουμε εδώ τον γάμο; με ρώτησε. Δεν ήξερα και αποφάσισα την άλλη 'μέρα να ξαναπάω στον συνταγματάρχη."
 

Συνεχίζει, "Την άλλη 'μέρα πρωί πρωί πήγα στον συνταγματάρχη. Με καλημέρισε και μου είπε τα ευχάριστα, θα μπορούσαμε να υιοθετήσουμε την Amali κατ' εξαίρεση λόγω της προσφοράς μας κατά την διάρκεια του πολέμου. Έμενε όμως το εμπόδιο δεν είχα οικογένεια."
 

Συνεχίζει, "Τον ρώτησα αν μπορούσαμε με την Ιφιγένεια να παντρευτούμε εκεί στην Αφρική. Μου είπε πως θα ρωτούσε σχετικά και θα μου απαντούσε την άλλη 'μέρα. Έφυγα με πολλές ελπίδες, τελικά ο συνταγματάρχης είχε ενδιαφερθεί πολύ για την υπόθεση, καλή του ώρα όπου και νάναι. Πήγα στην Ιφιγένεια και της είπα τα ευχάριστα."
 

Συνεχίζει, "Την άλλη 'μέρα ξαναπήγα στον συνταγματάρχη, μου είπε πως μπορούσε να γίνει ο γάμος, θα ήταν πολιτικός. Είχε λίγες διατυπώσεις, μόνο ένα χαρτί απ' την πρεσβεία ότι ήμασταν ανύπαντροι. Μου πρότεινε δε να είναι μάρτυράς μας στον γάμο. Μου εξήγησε τις λεπτομέρειες. Πράγματι σε δυο 'βδομάδες είχαμε παντρευτεί. Μετά τον γάμο πήγαμε στο ορφανοτροφείο για να πάρουμε την Αμαλία-Ελπίδα. Μας συνόδεψε ο συνταγματάρχης για να εξηγήσει στον διευθυντή ότι επρόκειτο να την υιοθετήσουμε."
 

Συνεχίζει, "Στο προαύλιο του ορφανοτροφείου βρίσκονταν καμιά εκατοσταριά παιδιά, όλα ορφανά. Όταν είδαν τον συνταγματάρχη, έτρεξαν όλα μαζί σαν μελίσι, τον περικύκλωσαν και τον κρατούσαν από τα πόδια. Ο συνταγματάρχης δεν μπορούσε να περπατήσει. Γελούσε και τα χάιδευε στο κεφαλάκι τους. Ήταν όσα παιδιά είχε σώσει απ' την δίνη του πολέμου. Τον θυμόντουσαν και του εξέφραζαν την ευγνωμοσύνη τους. Συγκινήθηκα πολύ, παρα λίγο να βάλω τα κλάμματα. 

Συνεχίζει, τελικά πήραμε μαζί μας την Amali στο ξενοδοχείο μας. Η Ιφιγένεια ήταν πολύ χαρούμενη κι ευτυχισμένη, η Amali μάλλον κατάλαβε τι είχε συμβεί και ήταν πολύ χαρούμενη. Ο συνταγματάρχης μας κάλεσε στο σπίτι του για να μας αποχαιρετίσει με ένα γεύμα. Πήγαμε την άλλη 'μέρα, το κλίμα ήταν πολύ ευχάριστο, όλοι μας είμασταν ευχαριστημένοι που όλα πήγαν κατ' ευχήν."
 

"Τι θα κάνατε κα. Ιφιγένεια αν δεν μπορούσατε να υιοθετήσετε την Ελπίδα;"
 

"Ίσως να έμενα μόνιμα στην Αφρική ή τουλάχιστον μέχρι να την υιοθετούσα, θα πήγαινα στα δικαστήρια, θα παρακαλούσα, θα αντιδρούσα με κάθε τρόπο, χωρίς την Amali μας δεν έφευγα."
 

"Εσείς κ. Αριστείδη;"
 

"Τι να σας πω παιδιά μου, ήθελα κι εγώ πολύ να υιοθετήσουμε την Ελπίδα, θα κινούσα γη και ουρανό, ακριβώς τι θα έκανα δεν το ξέρω. Στο σπίτι του συνταγματάρχη γείτονες, πιάσαμε την κουβέντα για τα παλιά. Τον ρώτησα τι είχε γίνει όταν με το τζιπ και το λεωφορείο είχε πάρει τα παιδιά."
 

"Γιατρέ, μου είπε, ευτυχώς που πήρα μόνο όσα παιδιά μπορούσαν να περπατήσουν. Πήγαμε με τα οχήματα μέχρι ένα σημείο, οι μάχες γίνονταν κοντά στον δρόμο και αποφάσισα να αφήσουμε τα οχήματα και να ανεβούμε στα βουνά. Κρύψαμε τα οχήματα και ξεκινήσαμε. Οι στρατιώτες έπαιρναν στις πλάτες τους τα μικρά παιδιά και όσα κουράζονταν απ΄το πολύ περπάτημα. Έπρεπε να περάσουμε από δύσβατα μονοπάτια, τα παιδιά δεν είχαν δυνάμεις, έπρεπε κάθε λίγο να σταματάμε να ξεκουραστούν."
 

Συνεχίζει, "Είχα και το άγχος μην μας εντοπίσουν οι αντάρτες ή χειρότερα οι μισθοφόροι. Έπρεπε να περάσουμε όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Περπατούσαμε νύχτα, κάναμε όσο μπορούσαμε ησυχία. Μέναμε σχετικά κοντά στον δρόμο, για να βλέπουμε τι γινόταν. Την ημέρα ένας στρατιώτης που ήταν από εκείνη την περιοχή προχωρούσε μπροστά για να βλέπει αν υπήρχε κίνδυνος και ξαναγύριζε."
 

Συνεχίζει, "Την άλλη 'μέρα ξαναγύρισε αμέσως πίσω και μου είπε, συνταγματάρχα είδα ένα τζιπ και δύο καμιόνια, είναι μισθοφόροι, πάνε για το χωριό μου, πρέπει να υποχωρούν, θα το κάψουν το χωριό και θα τους σφάξουν όλους. Θέλω να με αφήσετε να πάω με το πολυβόλο μήπως και γλυτώσουν οι συγχωριανοί μου. Από το ίδιο χωριό ήταν και ένας άλλος στρατιώτης. Μου ζήτησε κι αυτός το ίδιο. Τον ακολούθησα λίγο πιο κάτω, κοίταξα με τα κιάλια μου. Ήταν σίγουρα μισθοφόροι, αυτοί σκότωναν και βίαζαν χωρίς έλεος."
 

Συνεχίζει, "Βρέθηκα σε δίλημμα, από την μια είχα τα παιδιά και από την άλλη το χωριό και τους χωρικούς. Ήξερα ότι οι μισθοφόροι θα βίαζαν τις γυναίκες και τα κορίτσια, θα τους σκότωναν όλους και θα έκαιγαν το χωριό. Δεν είχα πολύ χρόνο, έπρεπε να αποφασίσω γρήγορα. Μάζεψα τους στρατιώτες και τους είπα ότι έπρεπε να σώσουμε το χωριό. Ένας στρατιώτης με την νοσοκόμα θα συνόδευαν τα παιδιά και θα τα έκρυβαν μέσα στα δέντρα. Οι υπόλοιποι θα κάναμε επίθεση στους μισθοφόρους."
 

Συνεχίζει, "Δεν μπορούσαμε να κερδίσουμε την μάχη, οι μισθοφόροι ήταν τουλάχιστον εξήντα και στο τζιπάκι ήταν τέσσερις με αξιωματικό επικεφαλής. Είχαμε πλεονέκτημα γιατί εμείς είμασταν ψηλά και αυτοί στους πρόποδες αλλά αν είχαν όλμους; ήταν και πολύ περισσότεροι. Αν δίναμε μάχη θα είχαμε κι εμείς θύματα, τα παιδιά τι θα γίνονταν; Ακροβόλησα τους στρατιώτες μου με διαταγή να ρίξουν μόνο στο τζιπάκι. Αν χτυπούσαμε τον αξιωματικό ή καταστρέφαμε το τζιπάκι μπορεί οι υπόλοιποι να έφευγαν. Έπρεπε να μη καταστρέψουμε τα καμιόνια για να φύγουν μ' αυτά οι μισθοφόροι, διαφορετικά θα δίναμε μάχη. Κινδυνεύαμε κι εμείς και τα παιδιά."
 

Συνεχίζει, "Έτσι κι έγινε, όταν τα οχήματα σταμάτησαν, πριν προλάβουν να κατεβούν οι μισθοφόροι απ' τα καμιόνια, η πρώτη ριπή του πολυβολητή έπληξε το τζιπάκι, ρίξαμε όλοι μαζί για να νομίσουν ότι είμαστε πολλοί. Όσοι επέβαιναν στο τζιπάκι το εγκατέλειψαν και ανέβηκαν γρήγορα στα καμιόνια. Έδωσα διαταγή να μην ξαναρίξει κανένας. Έφυγαν, το χωριό γλύτωσε. Την άλλη 'μέρα είδαμε κάτω στον δρόμο οχήματα του στρατού. Κατεβάσαμε τα παιδιά και τα συνόδευσα στην πρωτεύουσα. Η επιχείρηση ήταν επιτυχής."
 

Συνεχίζει, "Ο συνταγματάρχης είχε τελικά δίκιο, τον είχα παρεξηγήσει. Φύγαμε απ' το σπίτι του και πήγαμε στο ξενοδοχείο. Σε λίγες 'μέρες είχαν τελειώσει και οι διαδικασίες της υιοθεσίας. Φύγαμε αεροπορικώς για την Ελλάδα. Όταν φτάσαμε στο αεροδρόμιο στην Αθήνα άρχισε άλλος γολγοθάς. Μπλέξαμε στην γραφειοκρατία της Ελλάδας. Είχαν πρόβλημα γιατί η κόρη μας ήταν νέγρα, ψάχνανε και ξαναψάχνανε τα χαρτιά.Τελικά μετά από πολλές διαβουλεύσεις μας επετράπη η είσοδος και φτάσαμε στο σπίτι της Ιφιγένειας. Σε λίγες 'μέρες κάναμε και θρησκευτικό γάμο."
 

"Απίθανη ιστορία κ. Αριστείδη, σαν κινηματογραφική ταινία."
 

"Ο πόλεμος Γεράσιμε είναι φρικτό πράγμα, τα θύματά του είναι πολλά, κυρίως παιδιά, ορφάνεια, φτώχεια, πόνος και δυστυχία."
 

"Δεν ξαναπήγατε από τότε στην Αφρική;"
 

"'Οχι, έκανε όμως ένα ταξίδι η Αμαλία-Ελπίδα όταν παντρεύτηκε. Έψαξε, ρώτησε αλλά δεν κατάφερε να βρει τον συνταγματάρχη, θα είχε αποσυρθεί. Ελπίζω να είναι στην ζωή, καλή του ώρα."
 

Καληνυχτήσαμε τον κ. Αριστείδη και την κα. Ιφιγένεια. Συνεχίσαμε τις επισκέψεις και τα καφεδάκια, μια στο δικό μας διαμέρισμα μια στου κ. Αριστείδη. Γνωρίσαμε καλύτερα και την Αμαλία-Ελπίδα, την Amali όπως την έλεγαν στην γλώσσα της. Γνωρίσαμε και τον άντρα της και το μωρό της. Πολύ καλή η οικογένεια του κ. Αριστείδη.-

=========================================

Για την αναδημοσίευση απαιτείται έγγραφη άδεια του πνευματικού ιδιοκτήτη της παρούσης μυθοπλασίας. Για περισσότερες επεξηγήσεις επικοινωνείστε με τον "Κλεισθένη" στην φόρμα επικοινωνίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλώ τα σχόλια να είναι σχετικά με την ανάρτηση, υβριστικά ή προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.