Γράφει ο Κλεισθένης
Σαν ήμουνα μικρός, πριν πολλά-πολλά χρόνια, κάθε καλοκαίρι πήγαινα για μερικές μέρες στου θείου μου στο χωριό.
Ανέμελη ζωή, παιγνίδι, σκανταλιές και όλα όσα στερούνται σήμερα τα παιδιά της μεγαλούπολης.
Τα βράδια για να νυστάξουμε ο θείος μας έλεγε ιστορίες. Δεν ήταν παραμύθια γιατί ποτέ δεν τα άκουσα από άλλους ούτε τα βρήκα κάπου γραμμένα. Μας έλεγε για νεράιδες στο ποτάμι, για τους λύκους στο δάσος κι άλλες πολλές που δεν τις θυμάμαι.
Ήταν σίγουρα ιστορίες που έβγαζε απ' το μυαλό του. Φαίνεται είχε αυτό το ταλέντο. Εμάς πάντως που ήμασταν παιδιά, μας συνέπαιρναν.
Η ιστοριούλα που μας άρεσε πιο πολύ, εμένα και του 'ξαδέλφου μου, ήταν αυτή με το γαϊδουράκι. Όποτε βρίσκαμε ευκαιρία του ζητούσαμε να μας την πει.
Ποτέ όμως δεν την ακούσαμε ολόκληρη, τα μάτια μας βάραιναν τόσο πολύ από την νύστα που αποκοιμιόμασταν, μας έπαιρνε αγκαλιά και μας έβαζε στα κρεβάτια.
Έφυγε ο θείος μου για την Αυστραλία, πέρασαν κοντά είκοσι χρόνια όταν ήρθε για λίγες μέρες στην Ελλάδα. Φοιτητής πια τον συνάντησα στο σπίτι μας. Ήταν ο αγαπημένος μου θείος, έξω καρδιά που λένε. Μας αγαπούσε, χατήρι δεν μας χάλαγε.
Μετά το φαγητό ο πατέρας μου, ως συνήθως, πήγε για μεσημεριανό ύπνο. Ο θείος είχε όρεξη για κουβέντα.
“Όρε νύφη”, λέει στη μάνα μου. “φτιάξε μας καφεδάκι, να τα πούμε λίγο με τον ανιψιό”.
“Αμέσως” απαντά η μάνα μου, πάντα πρόθυμη σε ότι κι αν ζητούσαμε.
Αφού λέγαμε τα συνηθισμένα περιμένοντας τον καφέ του λέω, “θείε θα μου κάνεις μια χάρη”;
“Και το ρωτάς; αγόρι μου”.
“Να! θέλω να μου ξαναπείς το παραμύθι με τον γαϊδαράκο”.
Βάζει κάτι τρανταχτά γέλια. Χαα χα χα.
Η μάνα μου που έφερνε τους καφέδες ρώτησε “τι έπαθες κουνιάδε και γελάς”; “πες μου και 'μένα”
“Να! Ο γιόκας σου θέλει να του πω παραμύθι” ξαναβάζει τα γέλια.
Γελάει κι η μάνα μου λέγοντας “αλήθεια γιόκα μου”;
“Μη με αποπαίρνετε”, τους λέω. “Απλά όταν ήμουνα μικρός μ' έπαιρνε πάντα ο ύπνος και δεν έμαθα ποτέ το τέλος”, “πολλές φορές προσπάθησα να μην αποκοιμηθώ αλλά η νύστα πάντα νίκαγε”.
“Καλά! Αγόρι μου, αν είναι έτσι να στο πω”.
Κι αρχίζει.
“Ένας χωριάτης είχε ένα γαϊδαράκο, μ' αυτόν κουβάλαγε νερό για το σπίτι, τα σακιά με το στάρι στον μύλο, τα φρούτα και τα λαχανικά στην πόλη, τα ξύλα για το τζάκι τον χειμώνα”. Πίνει λίγο καφέ.
“Τον είχε που λες βοηθό για όλες τις δουλειές”.
Όταν πήγαινε για ξύλα στο δάσος, έκοβε ένα φόρτωμα, το φόρτωνε στον γαϊδαράκο κι κινούσανε μαζί για το χωριό. Ο χωριάτης σφυρίζοντας κι ο γαϊδαράκος καμαρωτός- καμαρωτός.
Μια 'μέρα ετοιμαζότανε να ξαναπάει στο δάσος για ξύλα. Τον βλέπει ένας γείτονας και του λέει.”Όρε γείτονα, μπορείς να μου φέρεις κι εμένα ένα φόρτωμα ξύλα, μαζί με τα δικά σου, κι όσο με χρεώσεις θα σε πληρώσω”.
“Να σου φέρω όρε γείτονα, όσο για τα λεφτά δεν θα τα χαλάσουμε”.
Έτσι κι έγινε, έκοψε τα ξύλα, φόρτωσε τα δικά του στα δεξιά, του γείτονα στα 'ριστερά. Ο γαϊδαράκος ζορίστηκε απ' το πολύ φόρτωμα, καύτσα-κούτσα φτάσανε στο χωριό. Ξεφόρτωσε ο χωριάτης τα ξύλα, πήγε ένα φόρτωμα στον γείτονα, πληρώθηκε και τράβηξε για τον καφενέ.
Εκεί κουβέντα στην κουβέντα του λέει ένας συγχωριανός. “Όρε πατριώτη, αν ξαναπάς για ξύλα μου φέρνεις κι εμένα ένα φόρτωμα, με το αζημίωτο”;
“Μετά χαράς” απάντησε ο χωριάτης.
Σαν ξαναπήγε για ξύλα στο δάσος έκοψε τρία φορτώματα, το ένα το φόρτωσε δεξιά, το άλλο αριστερά και το τρίτο ξεκίνησε να το φορτώνει στο κέντρο. Ο γαϊδαράκος δεν άντεξε το πολύ βάρος και σωριάστηκε καταγής. Τρόμαξε ο χωριάτης, φοβήθηκε ότι ο γαϊδαράκος έπαθε μεγάλη ζημιά, ω! Πω! Πω! τι θα κάνω τώρα; χωρίς τον γαϊδαράκο; μονολογούσε.
Έλυσε τα σκοινιά, βοήθησε τον γαϊδαράκο να σηκωθεί. Ευτυχώς ο γαϊδαράκος δεν είχε πάθει τίποτε. Τότε ζαλώνεται ένα φόρτωμα ξύλα, για το σπίτι του και αφήνει τ' άλλα δύο στο δάσος. Έπιασε το γαϊδαράκο απ' το σκοινί πούχε στον λαιμό και με ξεφόρτωτο τον γαϊδαράκο κίνησε για το χωριό.
Σαν πλησίαζε στο σπίτι του τον βλέπει η κυρά του και του λέει. “Τρελάθηκες άντρα μου”; “Ζαλώθηκες εσύ τα ξύλα κι ο γάιδαρος είναι ξεφόρτωτος”;
“Βόηθα με, να ξεζαλωθώ γυναίκα και θα σου πω”.
Του 'φτιαξε έναν καφέ και της είπε τα καθέκαστα.
Ετοιμόλογη όπως ήταν η κυρά του του σκαρώνει ένα στιχάκι.
“Γάιδαρο παραφόρτωσες, δεν άντεξε ο έρμος, τ' ανοίξαν τα ποδάρια.
Το φόρτωμα ζαλώθηκες, ο γάιδαρος ξεφόρτωτος και ήρθατε αντάμα”.
Κάνει μια στάση στη διήγηση, παίρνει ύφος σοβαρό και λέει το επιμύθιο. “Ποτέ μην φορτώνεις κάποιον με περισσότερα απ' όσα μπορεί να κάνει”.
Μ' αυτά μεγαλώσαμε στην επαρχία πριν πολλά-πολλά χρόνια. Οι ιστοριούλες και τα παραμύθια που μας έλεγαν μας ηρεμούσαν, μας πήγαιναν με την φαντασία σε άλλους κόσμους. Σήμερα η ταχύτητα, το εξωπραγματικό και η βία στα παιδικά προγράμματα λειτουργούν εντελώς αντίθετα από ότι χρειάζονται τα παιδιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ τα σχόλια να είναι σχετικά με την ανάρτηση, υβριστικά ή προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.